αποσπερμάτιση

αποσπερμάτιση
η κ. -σπερματισμός, ο (Μ ἀποσπερμάτισις, -σπερματισμός)
η εκσπερμάτωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αποσπερμάτιση — αποσπερμάτιση, η και αποσπερματισμός, ο το βγάλσιμο σπέρματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απουσία — η (AM ἀπουσία) [άπειμι] 1. το να μην παρευρίσκεται κανείς κάπου, το να είναι απών 2. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο απουσιάζει κάποιος, η διάρκεια της απουσίας 3. έλλειψη, ανυπαρξία νεοελλ. 1. (για μαθητές ή εργαζόμενους) η μη προσέλευση στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”